παραξόνια

παραξόνια
παραξόνιος
beside the axle
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραξόνιος — α, ο / παραξόνιος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στον άξονα 2. το ουδ. ως ουσ. το παραξόνιο(ν) σιδερένιος πασσαλίσκος, πίρος ο οποίος είναι μπηγμένος κάθετα στο άκρο άξονα άμαξας για να εμποδίζει την έξοδο τού τροχού αρχ. (το ουδ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • σμίλευμα — το, ΝΜΑ, και σμίλεμα Ν [σμιλεύω] αντικείμενο που κατασκευάστηκε με σμίλευση («σκινδαλάμων τε παραξόνια, σμιλεύματα τ ἔργων», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”